Η Πελοπόννησος και το μετάξι (κουκούλι)
Η εκτροφή μεταξοσκώληκα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ο μεταξοσκώληκας υπήρξε για αιώνες αντικείμενο οξύτατων διεθνών ανταγωνισμών, καθώς το μετάξι σήμαινε μεγάλη οικονομική και πολιτική ισχύ για όποιον μπορούσε να ελέγξει την παραγωγή της πολύτιμης για την υφαντουργία ύλης. Οι Κινέζοι γνώριζαν τη διαδικασία παραγωγής του μεταξιού από το 3000 π.Χ. αιώνα, γνώση που κρατούσαν μυστική μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα, όταν Ιάπωνες και Ινδοί κατάφεραν να αξιοποιήσουν και αυτοί τον μεταξοσκώληκα. Οι αρχαίοι Έλληνες και οι κάτοικοι της Μέσης Ανατολής γνώριζαν την ύπαρξη του μεταξιού πολλούς αιώνες πριν από την γέννηση του Χριστού και οι Πέρσες άρχοντες φορούσαν μεταξωτά ρούχα την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μεγάλη ανατροπή του status quo και η κατάρρευση του κινεζο-περσικού μονοπωλίου έγινε, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε το 554 μ.Χ. δύο Σύριους μοναχούς (πράκτορες της εποχής) στην Κίνα που έκλεψαν σπόρους μουριάς και αβγά μεταξοσκώληκα και τα μετέφεραν κρυμμένα στα κούφια ραβδιά τους, στο Βυζάντιο. Έτσι το κέντρο παραγωγής του μεταξιού και η κατασκευή μεταξωτών ρούχων, μετατοπίσθηκε στην Ιταλία, στην Ελλάδα και κυρίως στη Γαλλία.
Τον 16ο-19ο ευνοείται από τις κλιματολογικές συνθήκες η καλλιέργεια της μουριάς στον τόπο μας κι έτσι η σηροτροφία αναπτύσσεται από την Πελοπόννησο ως την Θράκη (Σουφλί και Ορεστιάδα), με ιδιαίτερη άνθηση από το 1920 μέχρι τον πόλεμο του 1940. Στην Πελοπόννησο, η σηροτροφία (κουκούλι) άνθισε μέχρι την δεκαετία του 1960, καθ΄όσον αφθονούσαν οι μουριές στην περιοχή, εξ ου και το όνομα Μοριάς. Τα νοικοκυριά με σαράντα ημέρες απασχόληση το χρόνο, αποκόμιζαν ένα συμπληρωματικό εισόδημα.
Μεταπολεμικά (1940) εμφανίσθηκε στην αγορά το τεχνητό μετάξι, το ρεγιόν, με παρεμφερείς ιδιότητες του φυσικού και την τεράστια διαφορά τιμής και το φυσικό μετάξι πέρασε στο περιθώριο. Στην εποχή μας πλέον μόνο στο μοναστήρι Καλογραιών στην Καλαμάτα επιμένουν να ασχολούνται με το φυσικό μετάξι και να φτιάχνουν το ξακουστό «μεταξωτό Μαντήλι Καλαματιανό», το οποίο έγινε και τραγούδι. Πέραν τούτου σε πανελλαδικό επίπεδο, τα μόνα που απέμειναν να θυμίζουν την σηροτροφία, είναι: H «Πλατεία Μεταξουργείου» στο Κέντρο της Αθήνας που πήρε το όνομά της από το εκεί εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων που ιδρύθηκε το 1835, τα «Κουκουλόσπιτα» (μουσεία πλέον σήμερα) και οι λίγες τοπικές βιοτεχνίες μεταξωτών στο Σουφλί του Έβρου.
Η μεταξοσκωληκοτροφία και τα μεταξουργεία στους επτά (7) Νομούς της Πελοποννήσου.
ΑΡΓΟΛΙΔΑ Στον αργολικό κάμπο καλλιεργούσαν μετάξι στη Νέα Κίο. Οι μικρασιάτες πρόσφυγες γνώριζαν την καλλιέργεια από την παλιά τους πατρίδα, την Κίο των Αργοναυτών. Οι μουριές στη Νέα Κίο αναπτύσσονταν γρήγορα και είχαν πλούσια φυλλώματα. Το 1932 μάλιστα, το μετάξι της Νέας Κίου Αργολίδας πήρε το πρώτο βραβείο στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Στην Αργολίδα λειτούργησαν τέσσερα μεταξουργεία. Το πιο παλιό στο Ναύπλιο, το οποίο ιδρύθηκε το 1875. Το δεύτερο πάλι στο Ναύπλιο το 1905, το τρίτο κατά χρονολογική σειρά μεταξουργείο ήταν της Νέας Κίου και το τέταρτο μεταξουργείο λειτούργησε στο Άργος. Επίσης, μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας 1950 καλλιεργούσαν εντατικά μεταξοσκώληκες, στον Αχλαδόκαμπο Αργολίδας.
ΑΡΚΑΔΙΑ Στην Τρίπολη ιδρύθηκε και λειτούργησε μέχρι το 1950 μεταξουργείο, το οποίο λίγο αργότερα έγινε υφαντουργείο. Από το Λεοντάρι Αρκαδίας εξ άλλου η μαρτυρία κατοίκου είναι χαρακτηριστική: «Από μικρός πηγαίνοντας στο χωριό, εντύπωση μου είχε κάνει μια σειρά από μεγάλες μουριές 50-60 ετών που ήταν φυτεμένες στον κήπο μας, όσο και στα γειτονικά κτήματα. Ρωτώντας λοιπόν τους γηραιότερους του χωριού η απορία μου λύθηκε. Μου εξήγησαν ότι τις δεκαετίες του μεσοπολέμου αλλά και μέχρι το 1960, κυρίως οι γυναίκες του σπιτιού στο Λεοντάρι, προκειμένου να βοηθήσουν στο οικογενειακό εισόδημα, στο «κατώι» του σπιτιού ανέτρεφαν Μεταξοσκώληκες τους οποίους και τάιζαν με τα φύλλα από τις μουριές. Στη συνέχεια πουλούσαν το κουκούλι τους στον έμπορα και μάλιστα μου έλεγαν πως όσες πιο πολλές ήταν οι Μουριές, τόσο πιο άξια ήταν η νοικοκυρά και πιο πλούσιο το σπίτι.»
ΑΧΑΪΑ Στους βυζαντινούς και νεότερους χρόνους έως την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, η Αχαΐα ακολουθεί σε γενικές γραμμές την τύχη της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Με ακμάζουσα γεωργία και αξιόλογα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα, όπου άνθιζαν βιομηχανίες, όπως η μεταξουργία και η ταπητουργία, η μεσαιωνική Αχαΐα αποκτά ιδιαίτερη σημασία την εποχή της φραγκικής κατάκτησης.
Το 1147 μ.Χ. οι Νορμανδοί επιδρομείς, αφού κατέστρεψαν την Πάτρα και όλη τη Δυτική Αχαΐα, πήραν 15.000 αιχμαλώτους και τους μετέφεραν στην Κάτω Ιταλία και Σικελία, για να διδάξουν την μεταξοκαλλιέργεια και την επεξεργασία του μεταξιού. Τότε η Αχαΐα λεγόταν και Μορέας. Η σημαία εξ άλλου η οποία ευλογήθηκε στην Αγία Λαύρα από τον Π. Πατρών Γερμανό τον Μάρτιο του 1821, περιγράφεται ως φτιαγμένη από ντόπιο μετάξι και φέρει απεικόνιση της Ανάστασης του Σωτήρος και τους Αγίους Γεώργιο και Δημήτριο.
ΗΛΕΙΑ Η περιοχή της Γαστούνης τον 6ο με 8ο αιώνα μ.Χ αναφέρεται ότι ήταν σημαντικό κέντρο παραγωγής μεταξιού και ευδοκιμούσαν γι’ αυτό το σκοπό πολλές μουριές. Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους έγινε εγκατάσταση τους και στην Γαστούνη, ένας από αυτούς ο “Γκαστόν” έδωσε και το σημερινό όνομα της πόλης. Μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό 1830-1840 η σηροτροφία αναφέρεται στις τοπικές καλλιέργειες του Νομού, αλλά κατ εξοχήν καλλιέργειες ήταν η σταφιδοκαλλιέργεια και η κτηνοτροφία με την παραγωγή μαλλιού και νήματος. Είχε μάλιστα καθιερωθεί εξ αυτού του λόγου και ο επαγγελματικός χαρακτηρισμός για την γυναίκα «γνέστρα». Κεντρική θέση στα προικώα είδη της νύφης, το βλέπουμε στα συμβόλαια, έχουν τα υφαντά: μεταξωτά, βαμβακερά και μάλλινα. Η μεταξουργία, δραστηριότητα λεπτή, υψηλής ειδίκευσης, απαιτεί εκτεταμένους μορεώνες, υποδομή για την εκτροφή του κουκουλιού. Απαιτεί ακόμη την ύπαρξη κλωστών που χειρίζονται το μάγκανο, ολοκληρώνοντας τη διαδικασία από τη σηροτροφία στην εμπορευματοποίηση. Στον κάμπο της Ηλείας δεν διακρίνονταν οι προϋποθέσεις αυτές, στην έκταση που θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός δυναμικού παραγωγικού κλάδου του μεταξιού.
ΚΟΡΙΝΘΙΑ Η λαογραφία και ο μύθος σε κορινθιακές τοπικές παραδόσεις σχετικά με το μετάξι, μιλάει για τις «νεράϊδες της Ευρωστίνας».«Τις νύχτες οι νεράϊδες κατεβαίνουνε απ’ την Ευρωστίνα στο Ζάχουλη και κλέβουνε κουκούλια από τα σπίτια. Τα χαράματα φορτωμένες με τα κουκούλια ξανεβαίνουνε στην Ευρωστίνα και χώνονται μέσα στους Αργαλειούς. Σ’ αυτή τη σπηλιά, στην κορυφή της Ευρωστίνας δεν μπορεί να πλησιάσει άνθρωπος. Εκεί μέσα έχουνε οι νεράιδες τα μαγγάνια τους και βγάζουν το μετάξι. Αν όμως κανείς έχει μπουκάλι με νερό θαλασσινό από σαράντα κύματα και ραντίσει τα φύλλα που τρώνε τα νινιά, τότε οι νεράιδες όχι μόνο δεν παίρνουν από το σπίτι του το κουκούλι, αλλ’ αφήνουν εκεί και όλα τα κουκούλια που έκλεψαν από τα’ άλλα σπίτια και εξαφανίζονται.» Ο παραπάνω μύθος βέβαια ήταν συνέπεια πολλών πραγματικών κλοπών στα κουκούλια των σπιτιών της Ζάχολη. Ευρωστίνα είναι το γνωστό οροπέδιο του Χελμού, στην ανατολική παρυφή του οποίου βρίσκεται η Ζάχολη. Στις πλαγιές της Ευρωστίνας, αλλά και στην γύρω από το οροπέδιο περιοχή, αναβλύζουν πλήθος πηγών που καθιστούν την περιοχή ποτιστική και την Ζάχολη δροσερή και καταπράσινη. Κύρια καλλιέργεια οι κερασιές, παλαιότερα όμως οι μουριές, λόγω των οποίων υπήρχε σημαντική σηροτροφία σε κάθε σπίτι του χωριού.
ΛΑΚΩΝΙΑ Τα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Λακωνίας, στο πλαίσιο της εορτής της Διεθνούς Ημέρας Αρχείων, που έχει καθιερωθεί να εορτάζεται την 9η Ιουνίου, διοργάνωσε από 8 έως 10 Ιουνίου του 2018 υπαίθρια έκθεση με αρχειακά τεκμήρια, που αναδεικνύουν την παραγωγή και το εμπόριο του μεταξιού στη Λακωνία τον 19ο αιώνα έως και τις αρχές του 20ού. Στη διάρκεια της έκθεσης εργαζόμενοι στα Αρχεία Ν. Λακωνίας, άκουσαν και απάντησαν σε ενδιαφέρουσες ερωτήσεις πλήθους κόσμου όπως:
1. «Ποιο ήταν το «μετάξι όψης» του Μυστρά που εξαγόταν στην Τεργέστη και την Τυνησία τον 18ο αιώνα ;»
2. «Είναι σχετική η κίνηση του μεγαλέμπορου της Αγκώνας, Κ. Δουρούτη, να ιδρύσει το 1837 Μεταξουργείο στη Σπάρτη, με πολλά προνόμια από τον Όθωνα;»
3. « Έφτιαχναν οι Λάκαινες και νυφικά από μετάξι;»
4. «Γιατί τα 11 μεταξουργεία της Σπάρτης δεν είναι γνωστά σήμερα; Έχουν γίνει πολυκατοικίες;»
5. «Πώς ακριβώς ήταν το κουτάκι από κασσίτερο ή έλατο που πολλοί Λάκωνες είχαν στα σπίτια τους, το οποίο και ανέβαζαν στο «παραγώνι» την άνοιξη για να βγει ο μεταξοσκώληκας;»
6. «Πώς ακριβώς γινόταν η αναπήνιση του κουκουλιού στα σπίτια;»
ΜΕΣΣΗΝΙΑ Το 1837 φτιάχνεται το πρώτο μεταξουργικό εργοστάσιο στη Μεσσήνη (Νησί). Το 1851 το Καλαματιανό μετάξι αλλά και τα μαντήλια που έφτιαχναν οι μοναχές της Μονής Αγίου Κωνσταντίνου προβάλλονταν ανάμεσα σε ελληνικά προϊόντα στη Διεθνή Έκθεση του Λονδίνου. Το 1875 η Καλαμάτα αποτελούσε το πρώτο Μεταξοπαραγωγικό κέντρο του κράτους. Στην πόλη λειτουργούσαν 5 μεταξουργεία παραγωγής 40 τόνων μετάξης, που απασχολούνταν 500 εργάτες, σε ανθυγιεινές βέβαια συνθήκες. Το 1880 με απόφαση του Πρωθυπουργού Κουμουνδούρου ιδρύεται σηροτροφικός σταθμός στην Καλαμάτα. Την ίδια εποχή τη σκυτάλη πήραν Έλληνες επιχειρηματίες και δημιουργούν πάνω από 10 «φάμπρικες» παραγωγής μεταξιού. Στο τέλος του αιώνα εμφανίζονται και τα δύο πρώτα ιδιωτικά μεταξοϋφαντουργεία. Παράλληλα λειτουργούν και οι ιδιωτικοί αργαλειοί, οι λάκκοι με τις υφάντρες που δουλεύουν με το κομμάτι και εφοδιάζουν τις βιοτεχνίες. Όλα αυτά μέχρι τη δεκαετία του 1960 που αντικαταστάθηκε αυτή η δραστηριότητα με σύγχρονα μηχανήματα, βιοτεχνίες και συνθετικές ίνες.
Περιβάλλον και φροντίδες εκτροφής του μεταξοσκώληκα. Η διατροφή του μεταξοσκώληκα γίνεται με μία και μοναδική τροφή, τα φύλλα της μουριάς και χωρίς αυτά είναι αδύνατη η διατήρηση της σηροτροφίας ως παραγωγική διαδικασία και γεωργική δραστηριότητα. Οι κατάλληλες εξ άλλου συνθήκες εκτροφής επηρεάζουν την απόδοση του μεταξοσκώληκα. Η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία, ο αερισμός, ο φωτισμός, είναι σημαντικοί παράγοντες. Οι φροντίδες που παίζουν ρόλο σε μια εκτροφή είναι η τροφοδοσία με μουρόφυλλα, η αλλαγή στρωμνών, το αραίωμα των μεταξοσκωλήκων, ο συγχρονισμός της εκτροφής (εξίσωση ηλικιών), το κλάδωμα, το ξεκλάδωμα και η απόπνιξη. Κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο οι σηροτρόφοι κάτοικοι της Πελοποννήσου, αγόραζαν από τους τοπικούς εμπόρους του Νομού, κούτες με αβγά-σπόρο του μεταξοσκώληκα. Τα τοποθετούσαν στον ήλιο για να ανοίξουν, γιατί χρειάζονταν οπωσδήποτε ορισμένη θερμοκρασία. Τους μικρούς μεταξοσκώληκες τους τοποθετούσαν σε καρτέλες και τους έβαζαν για να φάνε τα πιο μικρά και τρυφερά μουρόφυλλα. Ήταν το λεγόμενο πρωτοκουκουλάκι. Την επόμενη εβδομάδα είχαμε το δευτεράκι-κουκούλι και την τρίτη εβδομάδα είχαμε το τριτάκι. Στο τελευταίο δεκαήμερο της εκτροφής είχαμε το κουκούλι της μεγάλης. Τότε άκουγες τα κουκούλια να φυσάνε δυνατά και να καταβροχθίζουν «εν ριπή» οφθαλμού τα μεγάλα πλέον μουρόφυλλα που δεν πρόφταιναν να τους βάζουν στα καλαμωτά, που είχαν τοποθετηθεί σε οριζόντια διάταξη. Πολλοί συμπατριώτες μας που είχαν υπόγειο και χώρους ανήλιαγους τοποθετούσαν τις καλαμωτές δεμένες τη μία πάνω από την άλλη, με απόσταση μισού μέτρου. Ήταν η πολυκατοικία του κουκουλιού. Οι μεταξοσκώληκες άρχιζαν πλέον να ανεβαίνουν στους τοποθετημένους στα καλαμωτά θάμνους (ρείκια και αφάνες) και να βγάζουν από το στόμα τους την λεπτή εκείνη ίνα για να φτιάξουν το κουκούλι τους. Πολλές φορές η μία συνεχής κλωστή του μεταξένιου νήματος έφτανε τα δύο και τρία χιλιόμετρα! Για να παραχθεί ένα κιλό ακατέργαστου μεταξιού χρειάζονται 5.500 μεταξοσκώληκες! Τα κουκούλια αφού μαζεύονταν από τις αφάνες και καθαρίζονταν από τους νοικοκυραίους και τους γείτονες, έμπαιναν σε σακιά και με το κάρο ή το τραίνο ή το τρακτέρ με τη ρεμούλκα τα πουλούσαν στους εμπόρους στα αστικά κέντρα των Νομών της Πελοποννήσου. Ακολούθως εκεί, αφού έβαζαν τα κουκούλια σε φούρνο, εξόντωναν τους μεταξοσκώληκες που βρίσκονταν μέσα σε αυτά. Στη συνέχεια τα κουκούλια βράζονταν για να διαλυθεί η συγκολλητική ουσία που τα κρατάει ενωμένα και να διαχωριστούν σε νήματα. Τέλος δύο ή τρία νήματα στρίβονταν μαζί και κατασκευαζόταν μία ίνα μεταξιού. Την επεξεργασία του κουκουλιού στο τελικό στάδιο την έκαναν ακόμα και γυναίκες των χωριών. Έβραζαν τα κουκούλια σε ζεστό νερό και ακολούθως με τα χέρια έπιαναν δύο, τρία νήματα και με τη βοήθεια της ανέμης φτιαχνόταν η μεταξένια ίνα.
Στην Πελοπόννησο πολλά νοικοκυριά ασχολούνταν με το κουκούλι. Στα σπίτια και στους δρόμους ακόμη, οι γυναίκες είχαν τα σχετικά εργαλεία για να τεντώνουν τις μετάξινες κλωστές και να τις τυλίξουν με την «ανέμη». Είχαν τη «ρόκα» με το «σφοντήλι» που μετατρέπει το μετάξι, μπαμπάκι σε κλωστή νήμα. Τα περισσότερα σπίτια στις γειτονιές είχαν τον αργαλειό τους, (συνήθως τον έλεγαν και «λάκκο»), όπου οι «ανυφάντρες» με το «υφάδι», το «στημόνι» και με το «γκάπ-γκουπ» της σαϊτας, έφτιαχναν τα ωραία πελοποννησιακά μεταξωτά. Μεγάλη σοδειά για το νοικοκυριό, σύμφωνα με τα λεγόμενα των παλαιών χωριανών σηροτρόφων της Πελοποννήσου, ήταν περίπου τα 16 καλαμωτά μεταξοσκώληκες. Μερικές γυναίκες στα χωριά, προχωρούσαν και έφτιαχναν και δεύτερης γενιάς κουκούλι τον Αύγουστο, το λεγόμενο… μουρλοκούκουλο ! Το 1937-1938, ούτε τα κουκούλια στην Πελοπόννησο γλύτωσαν τον φόρο υπέρ ορισμένων Δήμων και Κοινοτήτων. Αρκετοί Δήμαρχοι και Πρόεδροι και τα μέλη των εκλεγμένων Συμβουλίων Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην Πελοπόννησο, ψήφισαν υπέρ «της συντάξεως ονομαστικού καταλόγου πληρωμών φόρου επί των κουκουλίων»! Οι παλιότεροι Πελοποννήσιοι θυμούνται ασφαλώς με νοσταλγία εκείνες τις ανοιξιάτικες εποχές του «κουκουλιού», που ήταν γιορτή για τα χωριά μας. Όμως οι εποχές αλλάζουν με νέα συνθετικά προϊόντα και τεχνολογίες που έρχονται να αντικαταστήσουν τα παλιά και φυσικά. Ποτέ όμως δεν θα καταφέρουν να σβήσουν τη θύμησή μας εκείνη που ήταν «μεταξένια», γνήσια, απλή, χαρούμενη, αιώνια.-