1900: ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΣΗΝΙΑ
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Κολλάτος
Το χωριό Ανεμόμυλος Μεσσηνίας βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Καλαμάτας. Το 1900 είχε πάνω από 300 κατοίκους και η κύρια απασχόλησή τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Αντάλλασαν τα προϊόντα τους στο παζάρι και κουτσοπερνούσαν. Οι νέοι του χωριού παντρεύονταν με προξενιό και όταν το επέτρεπαν οι ασφυκτικές κοινωνικές συνθήκες ερωτεύονταν. Οι παράνομοι δεσμοί σπανίως αναπτύσσονταν, γιατί τα γεωγραφικά πλαίσια του χωριού και οι ηθικοί κανόνες ήταν αυστηροί.
Εκείνη την εποχή λοιπόν, το 1900, ο Πέτρος Μαρούλης είχε αναστατωθεί. Είχε βάλει στο μάτι την όμορφη Παναγιώτα. Από τα κορίτσια του χωριού εκείνη ξεχώριζε. Δύσκολα όμως θα μπορούσε να της εκφράσει εκείνο που ένιωθε, γιατί οι ευκαιρίες στο χωριό ήταν λιγοστές. Το πανηγύρι αργούσε και στα χωράφια ποτέ δεν πήγαινε μόνη της. Δυστυχώς και οι οικογενειακές τους σχέσεις δεν ήταν σχέσεις εκτίμησης και σεβασμού.
Ο ανομολόγητος έρωτας του Πέτρου βρήκε όμως διέξοδο και ανακοινώθηκε στην Παναγιώτα μια Κυριακή πρωί, μόλις σχόλασε η εκκλησία. Η κοπέλα δοκίμασε έκπληξη και αυθόρμητα αρνήθηκε την πρότασή του. Όμως δεν υπολόγισε σωστά τη δύναμη του πάθους του συγχωριανού της, ο οποίος αμέσως την απείλησε με απαγωγή, προκειμένου να την κάνει δική του.
Το΄ πε και το΄ κανε ο Πέτρος. Σε λίγες μέρες βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Η Παναγιώτα έμεινε μόνη της, όταν οι δικοί της είχαν πάει στο διπλανό χωριό, στ΄ Αλώνια και ο ερωτευμένος και απελπισμένος νέος την έκλεψε. Παρά τις αντιρρήσεις της την πήγε πάνω στα Σαμπάζικα βουνά, στην Πολιανή, στο χωριό του Παπαφλέσσα. Οι ερωτικές εξομολογήσεις του Πέτρου προς την Παναγιώτα δεν έφεραν αποτέλεσμα. Ο έρωτας δεν ήταν αμοιβαίος και δεν ολοκληρώθηκε. Οι γονείς και τα ξαδέλφια της και όλο το χωριό, που αμέσως έμαθε τα περιστατικά, ξεχύθηκαν στο κατόπι του απαγωγέα. Τους βρήκαν και σε λίγο η Παναγιώτα γύρισε τρομαγμένη στο σπίτι της. Οι δικοί της δεν κάλεσαν την αστυνομία, ούτε κατήγγειλαν το γεγονός της ακούσιας απαγωγής κι αυτό για να μην πάρει έκταση το ζήτημα και μαθευτεί στη γύρω περιοχή και εκτεθεί χωρίς λόγο η Παναγιώτα. Κι αν μαθευόταν, τότε ποιος θα την έπαιρνε. Δεν ήταν δα και πλουσιοκόριτσο.
Οι νουθεσίες και οι απειλές των δικών της προς τον ερωτευμένο απαγωγέα Πέτρο όμως πήγαν στράφι. Εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπάει και να την κρυφοκοιτάζει. Ο άσβεστος έρωτάς του δεν έλεγε να κοπάσει και διέδιδε πως τελικά ή με το καλό ή με το ζόρι, θα την έκανε γυναίκα του. Το χωριό ανησυχούσε και όλοι στον Ανεμόμυλο είχαν το προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί στο τέλος αυτής της ιστορίας. Έτσι οι κάτοικοι άνοιξαν ένα άτυπο ποιητικό διάλογο με την Παναγιώτα που δεν ενέδιδε: «Παναγιώτα παρ΄τον Πέτρο, για θα σκοτωθούμε φέτο!» Η απάντηση όμως ήταν εξίσου ποιητική μα και σθεναρή: «Δεν τον παίρνω τον Μαρούλη και ας σκοτωθούμε ούλοι!»
Τελικά η δεύτερη επιχείρηση απαγωγής δεν άργησε και ήταν μοιραία για τους συγγενείς και ειδικότερα για τα ξαδέλφια ης Παναγιώτας. Ο Πέτρος με τη βοήθεια του αδελφού του ήλθε σε συμπλοκή με το σόι της Παναγιώτας και τα όπλα τους σκότωσαν 4 (τέσσερις) συγγενείς της! Το χωριό βυθίστηκε στο πένθος και το τραγικό μαντάτο έκανε το γύρο της Μεσσηνίας και όχι μόνο. Οι αστυνομικές αρχές προσπάθησαν να βρουν τον Πέτρο Μαρούλη και τον αδελφό του, αλλά μάταια. Ο Πέτρος βρήκε καταφύγιο κάπου στην Αρκαδία, ενώ ο αδελφός του κατάφερε κι έφυγε στην Αμερική.
Η άτυχη Παναγιώτα που έχασε 4 (τέσσερις) δικούς της από τον μονομερή, απρόσκλητο, δολοφόνο έρωτα του Πέτρου, τελικά παντρεύτηκε στο γειτονικό χωριό Μικρομάνη. Τα παιδιά της αργότερα άνοιξαν εμπορικό κατάστημα στην οδό Αριστομένους στην Καλαμάτα και η ζωή συνεχίστηκε, χωρίς ποτέ να ξεχαστεί το τραγικό αυτό γεγονός.
Η αληθινή ιστορία πρωτοδημοσιεύτηκε αμέσως μετά τα περιστατικά, το 1900, στον τοπικό Μεσσηνιακό και Αθηναϊκό Τύπο.