ΝΟΜΟΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ

Επιμέλεια κειμένου Γιώργου Β. Κολλάτου

Όταν έμαθε ότι τον απατούσε η γυναίκα του ήρθε από την Αμερική, παραφύλαξε, σκότωσε τον εραστή της και έφυγε πάλι χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς…

Από μανιάτικο μικρό χωριό έφυγε μετανάστης στις αρχές του περασμένου αιώνα για τη Νέα Υόρκη, ένας παντρεμένος με δύο μικρά παιδιά, Πέντε χρόνια θα΄ μενε στην Αμερική και ή θα γύριζε στο χωριό ή θα έπαιρνε και κείνη με τα παιδιά στη Νέα Υόρκη, όπως έκαναν πολλοί μετανάστες. Χώρισαν στην προκυμαία του Γυθείου, κλάματα εκείνος, κλάματα εκείνη, κλάματα τα παιδιά που είχαν γαντζωθεί στο λαιμό του γιατί έχαναν τον πατέρα τους.

Πέρασε ο πρώτος χρόνος και η νέα γυναίκα που ήταν όμορφη και θερμή, δεν μπόρεσε να νικήσει τη φύση και παραστράτησε. Ξέχασε το στεφάνι της τα΄ μπλεξε με κάποιον από το ίδιο χωριό. Συναντιόταν με χίλιες προφυλάξεις κάτω στο ρέμα σε μια γωνία σκεπασμένη από θάμνους. Τίποτα όμως δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Εκεί τους είδε ένας συγχωριανός χωρίς να τον καταλάβουν. Δεν διέδωσε το μυστικό στο χωριό, αλλά έκανε κάτι χειρότερο. Έστειλε γράμμα στον άντρα της στην Αμερική, που ήταν μακροσυγγενής του και στενός του φίλος. Το και το. «η γυναίκα σου τα έφτιαξε με τον Τάδε, το σούρουπο σμίγουν κάτω στο ρέμα κάτω από τις καρυδιές σου. Φρόντισε λοιπόν ή να γυρίσεις στο χωριό, ή να την πάρεις με τα παιδιά στην Αμερική, μη μαθευτεί το κακό και γίνουμε όλοι ρεζίλι».

Θόλωσε το μυαλό του μετανάστη μόλις πήρε με το ταχυδρομείο τον κεραυνό που έπεσε στην οικογένειά του. Δύο μερόνυχτα σκεπτόταν την εκδίκηση. Λάτρευε τη γυναίκα του, δεν του πέρασε από το μυαλό να τη σκοτώσει που τον ντρόπιασε. Εκείνον θα σκότωνε, τον εραστή που την ξελόγιασε. Και έφτιασε ένα σχέδιο που δεν μπορεί να το συλλάβει η φαντασία του ανθρώπου. Θα πήγαινε κρυφά στο χωριό θα παραφύλαγε στο ρέμα και θα σκότωνε τον εραστή της γυναίκας. Έγραψε ένα γράμμα στη γυναίκα του από τα συνηθισμένα έβαλε και στο φάκελο μερικά δολάρια να ψωνίσει για τον εαυτό της και τα παιδιά. Το ταχυδρόμησε και αμέσως έβγαλε εισιτήρια με το υπερωκεάνιο για την Πάτρα. Σε δέκα μέρες έφτασε στο Μοριά. Από την Πάτρα έφτασε στην Καλαμάτα και από εκεί με καϊκι και με τα πόδια έφτασε στη Μάνη. Τη νύχτα περπατούσε από παράμερα μονοπάτια και την ημέρα λούφαζε στους θάμνους μην τύχει και τον δουν.  

Έφτασε επί τέλους έξω από το χωριό του αργά τη νύχτα, κρύφτηκε στην πλαγιά πάνω από το ρέμα κοντά στις καρυδιές του, πιο πάνω από την ερωτική φωλιά του παράνομου ζευγαριού. Έφαγε κάτι πρόχειρα που είχε, γέμισε το παγούρι νερό γιατί ήταν θεριστής (Ιούνιος) κι έκανε ζέστη πολύ. Μόλις ξημέρωσε κι αντίκρισε το σπίτι του στο χωριό και τον κόσμο απλωμένο στ΄ αλώνια δάκρυσε

Το φονικό έγινε το σούρουπο της δεύτερης μέρας. Το παράνομο ζευγάρι έσμιξε πολύ κοντά του. Μετά πρώτη έφυγε η γυναίκα, αφού συμμάζεψε κάτω από το τσεμπέρι τα αναστατωμένα μαλλιά της και τίναξε από τα ρούχα της τα ξερά φύλλα που είχαν κολλήσει απάνω της στο φυσικό κρεβάτι της γης. Ο εραστής δεν βιαζόταν. Έκατσε σε μια πέτρα και άναψε τσιγάρο. Πριν το τελειώσει άκουσε ένα θόρυβο πίσω του και γύρισε να κοιτάξει. Δεν πρόλαβε. Άστραψαν δύο απανωτές πιστολιές, η μία σφαίρα τον βρήκε κατακούτελα κι έπεσε ανάσκελα στο χωράφι. Τρέχοντας ο φονιάς σύζυγος χάθηκε μακριά, γνώριζε τα κατατόπια, τη νύχτα περπατούσε, την ημέρα λούφαζε. Έφτασε στην Καλαμάτα κι από κει στην Πάτρα., μπήκε στο πρώτο υπερωκεάνιο και επέστρεψε στην Αμερική. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Έγραψε και στη γυναίκα και της παραπονιόταν πως είχε καιρό να πάρει γράμμα της.

 Το χωριό αναστατώθηκε από το φονικό. Ποιος τον σκότωσε? Ήλθαν ο αστυνόμος και οι Χωροφύλακες από την Αρεόπολη, έκαναν ανακρίσεις, τίποτα, σκοτάδι. Ήταν τότε στη Μάνη τόσο συχνοί οι φόνοι με τη βεντέτα που κι αυτό το έγκλημα μπήκε στο αρχείο.

Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε και ο μετανάστης γύρισε στο χωριό. Είχε τον τρόπο του, αγόρασε χωράφια, έφτιασε από την αρχή το πατρικό του σπίτι, διηγόταν στο καφενείο τα βάσανα της ξενητιάς, ζούσε ευτυχισμένος κοντά στην οικογένειά του. Τίποτα δεν είπε ποτέ στη γυναίκα του. Γέρασαν, εκείνη πέθανε πρώτη. Στο χρόνο επάνω αρρώστησε κι ο γέρος. Κατάλαβε πως είναι μετρημένες οι μέρες του, κάλεσε τον παπά για να εξομολογηθεί και για να μεταλάβει. Τα γεροντικά του σαγόνια έτρεμαν. Σιγά-σιγά του τα είπε όλα με κάθε λεπτομέρεια.

«Εγώ τον σκότωσα παπά. Σου λύνω το μυστικό μου, όταν πεθάνω πές το σ΄ όλους πως μετάνιωσα και ο Θεός να με συγχωρέσει».

Πηγή: Από το βιβλίο του Θόδωρου Μπρεδήμα, «Μεσσήνιοι και Μανιάτες οι πρώτοι μετανάστες στην Αμερική»

Κοινοποίηστε σε social